ΤΟ ΠΕΡΒΟΛΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ


Ο Χρυσοχός είναι ένα μικρό χωραφάκι ισα με μια βραχτη. Είναι πανωθεν της παλιάς Βρύσης, στην βορειοδυτική της μεριά. Εκεί τα παλιά χρόνια είχε το εργαστήρι του ένας τεχνίτης Χρυσοχόος. Παρ όλο που το χωριό ήταν μικρό μια σταλιά, εντούτοις προτίμησε τούτο τον τόπο και εγκαταστάθηκε, καθώς στην περιοχή μέσα στα χωράφια ανακατωμένα με το χώμα, υπήρχαν ψήγματα χρυσού που όταν οι αγρότες κάτοικοι όργωναν, κολλούσαν ανακατωμένα με χώματα πάνω στα ηνία των αρότρων, που ακολούθως πουλούσαν στον χρυσοχόο ο οποίος και τα επεξεργαζόταν.  
Λέγεται πως στο μεγάλο σεισμό του 1443 το εργαστήρι χάλασε και μια μεγάλη πέτρα κύλησε και έκατσε εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του ο Αγίου Υπατίου, στην οποία οι κάτοικοι βαλαν ένα σιδερένιο κουτί όπου μέσα άναβαν ένα καντήλι και υμνούσαν τον Άγιο τον θεραπευτή των μικρών παιδιών που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Έδεναν στα πόδια του μωρού ένα ελαφρύ μικρού μήκους νήμα, και βαστώντας το από τα χέρια το βοηθούσαν να περπατά γύρω-γύρω ώσπου να σπάσει η κλωστή, οπότε και πίστευαν πώς το θαύμα θα γινόταν. 
Παλιοί κάτοικοι μαρτυρούν πως μέσα στον μεγάλο βράχο ήταν σκαμμένο ένα κούφωμα που έκλεινε με μια εφαρμοστή πέτρινη θύρα χωρίς να αφήνει σημάδια πως ήταν ένα ξένο σώμα, αλλά πως ήταν απλά ένα σχέδιο σκαλιστό στο βράχο. Πίσω από τη θύρα μέσα στο κούφωμα, ο χρυσοχόος φύλαγε τα χρυσάφια του, που όταν πέθανε έμειναν μέσα φλεγμένα, χωρίς κανείς να γνωρίζει το μυστικό. Όταν λοιπόν στο μεγάλο σεισμό η πέτρα κύλησε και στάθηκε δίπλα στην παλιά βρύση, ο Χατζηφίλιπος ο Τοκογλύφος νεαρός ακόμα, ανακάλυψε τυχαία τη μυστική θύρα και τα χρυσάφια που ήταν μέσα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο έγινε πλούσιος, και αργότερα πλουσιότερος, αφού χρησιμοποιώντας αυτά τα πλούτη έγινε ο τοκογλύφος του χωριού
Μια ιστορία λέει πως,
μια φορά ένας Κύπριος αλχημιστής που ζούσε στην Βενετιά, επισκέφτηκε το μικρό εργαστήριο, και ο ιδιοκτήτης του το παραχώρησε για λίγες μέρες. Έμεινε μοναχός μέσα κλεισμένος χωρίς να βγαίνει έξω καθόλου, παρά μόνο έδωσε μήνυμα στους ζευγολάτες να του φέρνουν όσα χώματα κολλούσαν στα ηνία όταν όργωναν στην περιοχή εκείνη.

Όταν πέρασαν μέρες, έπαυσε να δίνει σημεία ζωής, οπότε κάποιοι χωριανοί δειλά, άνοιξαν την πόρτα να δουν μήπως έπαθε κάτι. Το καμαράκι ήταν άδειο, αλλά πάνω στο τραπέζι βρήκαν αφημένο ένα ψωμί από χρυσάφι. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί φεύγοντας μυστικά άφησε το χρυσό ψωμί. Κάποιοι είπαν πως ίσως το άφησε ως παρακαταθήκη για να θαυμάσουν οι κάτοικοι τη δόξα του, καθώς ως σπουδαίος Αλχημιστής, ζύμωνε ψωμιά από πηλό, και ακολούθως τα μετέβαλλε σε χρυσάφι.